- εύζωνος
- και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, -ονΑ και επικ. τ. ἐύζωνος, -ον)νεοελλ.ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάςμσν.-αρχ.1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή2. ντυμένος ελαφρά, ζωσμένος, έτοιμος για αγώνα ή πορεία3. δραστήριος, ενεργητικός4. ευκίνητος, ταχύςαρχ.1. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης (κυρίως χωρίς τη βαριά ασπίδα)2. καλά οπλισμένος, με πλήρη εξάρτυση3. καλά περιζωσμένος (α. «εὐζώνῳ τῇ κεφαλῇ» β. «εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας»)4. αυτός που υποφέρεται εύκολα («εὔζωνος πενία»)5. φτηνός («εὔζωνον καὶ οἷον εὐτελές»)6. (για γυναίκα) εύτοκη, που έχει εύκολο τοκετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζώνη].
Dictionary of Greek. 2013.